μαρμαρυγή

μαρμαρυγή
η (AM μαρμαρυγή)
λάμψη, λαμπύρισμα, ακτινοβολία («λάμπει δ' ὑπὸ μαρμαρυγαῑς ὁ χρυσός», Βακχυλ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από διαδοχή τών ταχύτατων, άτακτων και αναποτελεσματικών συστολών τών μυϊκών ινών τού μυοκαρδίου
2. φρ. α) «μαρμαρυγή τών κοιλιών»
ιατρ. σοβαρότατη μορφή καρδιακής ταχυαρρυθμίας που, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο
β) «μαρμαρυγή τών κόλπων»
ιατρ. μορφή καρδιακής ταχυαρρυθμίας που αφορά τους κόλπους τής καρδιάς
αρχ.
1. φωσφορισμοί που βλέπουν όσοι βρίσκονται σε εγκεφαλική έξαψη ή αυτοί που έχουν δεχθεί κάποιο χτύπημα στο κεφάλι
2. κάθε γρήγορη κίνηση, όπως η κίνηση τών ποδιών τών χορευτών («μαρμαρυγὰς θηεῑτο ποδῶν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαρμαρ- τού μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω» + εκφραστικό επίθημα -υγή, κατά το ἀμαρυγή*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαρμαρυγή — flashing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρυγῇ — μαρμαρύσσω flash aor subj pass 3rd sg μαρμαρυγή flashing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρυγή — η 1. λάμψη, ακτινοβολία. 2. (ιατρ.), καρδιακή αρρυθμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρμαρυγαῖς — μαρμαρυγή flashing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρυγαῖσι — μαρμαρυγή flashing fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρυγαί — μαρμαρυγή flashing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρυγῆς — μαρμαρυγή flashing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρυγήν — μαρμαρυγή flashing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρυγῶν — μαρμαρυγή flashing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”